σκολόπακες

σκολόπακες
οι, Ν
ζωολ. βλ. σκολόπακας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκολοπακίδες — (Scolopacidae). Οικογένεια ελόβιων πουλιών, που περιλαμβάνει τα γένη μπεκάτσα (σκολόπαξ), σκολομτκκατσίνι (σκολοπακίδα) και άλλα. Στην οικογένεια περιλαμβάνονται και 75 περίπου είδη του βόρειου ημισφαίριου καθώς και περιοχών του ίδιου ημισφαίριου …   Dictionary of Greek

  • σκολόπακας — ο / σκολόπαξ, ακος, ΝΑ το πουλί μπεκάτσα («ὁ μὲν κόρυδος καὶ ὁ σκολόπαξ καὶ ὄρτυξ ἐπὶ δένδρων οὐ καθίζουσιν, ἀλλ ἐπὶ τῆς γῆς», Αριστοτ.) νεοελλ. στον πληθ. οι σκολόπακες ζωολ. γενική ονομασία παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών τής οικογένειας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”